- Μαρεωτικός
- Μαρεωτικός, -ή, -όν, αρσ. και Μαρεώτης, θηλ. και Μαρεῶτις (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μάρεια ή Μαρέα, πόλη τής Κάτω Αιγύπτου2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Μαρεῶτις (ενν. λίμνη)ονομασία λίμνης κοντά σ' αυτή την πόλη3. το αρσ. ως ουσ. ὁ Μαρεωτικός ή Μαρεώτης (ενν. οἶνος)ονομασία κρασιού που παραγόταν στη Μάρεια.
Dictionary of Greek. 2013.